- προσζεύγνυμι
- Α1. συνάπτω στον ζυγό, ενώνω με ζυγό κάτι με κάτι άλλο («προσζεύγνυμι τὸ ἄροτρον», Πορφ.)2. συνδέω, συναρμόζω (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», Πλούτ.β. «ἡ τὸ πηδάλιον προσέζευκται», Αριστοτ.)3. παθ. προσζεύγνυμαισυνέχομαι, συνορεύω («ἡ τοῡ βασιλέως αὐλὴ προσέζευκτο», Ιώσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ζεύγνυμι «ενώνω, συνάπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.